- μπάνισμα
- τό1) разглядывание с большим интересом, с жадностью; 2) подглядывание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπάνισμα — το [μπανίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπανίζω και, κυρίως το κρυφό κοίταγμα ερωτικών περιπτύξεων ή, απλώς ημίγυμνων ανθρώπων («πάει στη θάλασσα όχι για μπάνιο αλλά για μπάνισμα») … Dictionary of Greek
μπανιστιρτζής — και μπανιστής, ο, θηλ. μπανίστρια [μπανίζω] αυτός που τού αρέσει το μπάνισμα, αυτός που παρατηρεί κρυφά και με πόθο κάποιον για να διεγερθεί σεξουαλικά, ο ηδονοβλεψίας … Dictionary of Greek